-
1 πόῤῥω
πόῤῥω, adv., ep. ion. πρόσω, πρόσσω, s. unten (also von πρό). fort, vorwärts, weiter in die Ferne, fern, Ggstz von ἐγγύϑεν, Soph. frg. 737; μὴ νῠν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; bes. in Prosa: εἴτ' ἐγγὺς εἴτε πόῤῥω εἴη, Plat. Prot. 356 e; πόῤῥω ἀποτενοῠμεν. Gorg. 458 b; auch c. gen., πόῤῥω ὄντες τοῠ εἰδέναι, Theaet. 151 c; καὶ ἔτι πόῤῥω τῶν πραγμάτων τῆς ἀληϑείας ἀφεστῶτας, Soph. 234 c, noch weit von der Wahrheit entfernt; auch zu weit, zu weit hinein, τοὺς πόῤῥω ἀεὶ φιλοσοφίας ἐλαύνοντας, Gorg. 486 a; διελεγόμην πόῤῥω τῶν νυκτῶν, Conv. 217 d; vgl. Prot. 310 c; auch mit dem Artikel, τοῦ τ' ἐγγὺς καὶ τοῠ πόῤῥω μετέχοντα, Legg. V, 745 c; Crat. 395 c; οὐδὲ πόῤῥω δοκοῠμέν μοι αὐτοῠ καϑῆσϑαι, Xen. An. 1, 3, 12; πόῤῥω τῶν πραγμάτων ἐστίν, Isocr. 4, 16. 113; ἵνα μὴ πόῤῥω τοῠ παρόντος γένωμαι, Dem. Lept. 63, u. öfter, u. Folgde überall. – Compar. ποῤῥωτέρω; τῶν τριτείων, Plat. Phil. 22 e; τοῠ δέοντος, Rep. VIII, 562 d; ποῤῥωτέρω τοῠ καιροῦ, Xen. An. 3, 4, 35; – superl. ποῤῥωτάτω; Xen. Mem. 1, 4, 6; ὡς ποῤῥωτάτω ἐμὲ τῶν ὑποψιῶν ποιῶν, Isocr. 3, 37; – B. A. 111, 14 wird aus Dem. auch ποῤῥώτερον angeführt, das sich bei ihm nicht findet, aber bei Sp., wie Pol. 5, 34, 8, vorkommt, die auch das adj. ποῤῥώτερος, ποῤῥώτατος bilden.
-
2 πρόσω
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.πόρσιον Pi.O.1.114
: [comp] Sup.πόρσιστα Id.N.9.29
. Adv.: ([etym.] πρό).A abs.:I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572
; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;πρόσω ἵεσθε 12.274
, etc.;π. πᾶς πέτεται 16.265
; π. κατέκυψε ib. 611;π. ἀΐξας 17.734
; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;νέμεσθαι π. Hdt.3.133
; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: with Art.,πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30
, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25
.II of Distance, far off,παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22
; ;ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15
; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e
;ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596
;ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212
;εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e
;πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c
, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16
; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11
.2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d
.III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55
; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.B c. gen.:I of Place, further into,π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28
, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
;πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b
, cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39
: also with Art.,προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5
;ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56
; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.II of Distance, far from,οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13
;οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733
;στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d
, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,π. δικαίων A.Eu. 414
; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d
; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e
;πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16
;πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240
; ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. byἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196
; ;ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49
; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44
;διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d
;λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c
;ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19
;βιότου πόρσω E.Alc. 910
(lyr.);π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c
;ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2
.2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38. -
3 ἀπο-τείνω
ἀπο-τείνω (s. τείνω), 1) ausspannen, ausdehnen, μακρὸν λόγον, eine ununterbrochene, lange Rede halten, Plat. Prot. 336 c Rep. X, 605 c; οἱ δὲ ἔτι τούτων μακροτέρους ἀποτείνουσι μισϑοὺς παρὰ ϑεῶν, sie dehnen sie weiter aus, ib. II, 363 d; δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα Xen. An. 1, 8, 10; φϑόγγον Plut. Sull. 7; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν Luc. Prom. 6; vgl. Plat. Rep. X, 605 d; absolut, πόῤῥω ἀποτενοῦμεν, wir werden zu weit gehen, Plat. Gorg. 458 c; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει, hält an im Tönen, Prot. 329 a; μαχὀμενοι, fortfahren zu kämpfen, Plut. de ad. et amic. discr. 25. – 2) παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς Luc. Rhet. praec. 9, scharf abgegränzt, mit bestimmten (angespannten) Umrissen; – πρός τινα, auf Einen sticheln, Luc. Nigr. 13, wie τινά D. S. 5, 17. – Med., sich anstrengen, bes. angestrengt disputiren, ὑπέρ τινος D. S. 5, 17.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий